- Ανακρέων
- (6ος-5ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην ιωνική Τέω το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. και πέθανε, σύμφωνα με τον Λουκιανό, σε ηλικία 85 ετών στη γενέτειρά του. Μεταγενέστερος του Αλκαίου και της Σαπφούς, ανήκει στην περίοδο του ώριμου αρχαϊκού λυρισμού. Την έξοχη ποιητική μορφή του νόθευσαν μεταγενέστερες απομιμήσεις των έργων του (Ανακρεόντεια),με αποτέλεσμα σχεδόν να παραποιηθεί η ουσία της ποίησής του και να εμφανιστεί ως μια επιφανειακή αντιμετώπιση της εύκολης και ξένοιαστης ζωής.
Ο Α. έζησε πολλές περιπέτειες που χάραξαν παράξενα τη μοίρα του και την πορεία της ποίησής του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει νεότατος την πατρίδα του, όταν o περσικός στρατός έφτασε μπροστά στην Τέω (545 π.Χ.)· μαζί με άλλους συμπατριώτες του εγκαταστάθηκε στα Άβδηρα, όπου όμως η ζωή ήταν δύσκολη με τις συχνές επιδρομές των Θρακών. Σε κάποιες μάχες εκεί, έπεσαν φίλοι του αγαπητοί, που τους θρηνεί σε ορισμένους στίχους του. Γενικότερα όμως το νέο περιβάλλον δεν ταίριαζε στην εκλεπτυσμένη αίσθησή του, όπως είχε διαμορφωθεί στον ιωνικό κόσμο της Μικράς Ασίας. Πολύ γρήγορα έφυγε και βρέθηκε στην αυλή του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, ο οποίος, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, προσέφερε πλούσια φιλοξενία στους ποιητές. Εκεί ο Α. έζησε μέσα σε μια ατμόσφαιρα που του ταίριαζε απόλυτα. Μετά τον θάνατο του προστάτη του (522), ο Α. δέχτηκε την πρόσκληση του Πεισιστρατίδη Ιππάρχου και έτσι βρέθηκε στην Αθήνα, όπου έμεινε έως τη δολοφονία του τυράννου από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα (514). Ο Α. πήγε τότε στη Λάρισα και έζησε στην πλούσια αυλή των Αλευαδών. Για τα τελευταία χρόνια του ποιητή και για τον θάνατό του ελάχιστα είναι γνωστά· λέγεται πως πνίγηκε από μια ρώγα σταφύλι.
Από την πλούσια ποιητική δημιουργία του Α., που οι Αλεξανδρινοί την είχαν διαιρέσει σε πέντε βιβλία (τρία με αμιγώς λυρικά ποιήματα, ένα με ελεγείες και ένα με ιάμβους), σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Είναι βέβαιο πως ο Α. είχε συγκινήσει βαθιά με την ποίησή του τους συγχρόνους του.
Τα χαρακτηριστικά ποιήματα του Α. είναι τα συμποσιακά και στη συνείδηση των μεταγενέστερων έμεινε ως υμνητής του γλεντιού και του κρασιού, που πίνεται όμως με μέτρο, έτσι ώστε να μην εξαθλιώνεται ο άνθρωπος εξαιτίας της μέθης. O ίδιος γράφει πως επιθυμία του είναι «να ψάλλει τα λαμπρά δώρα των Μουσών και της Αφροδίτης μέσα στο χαρούμενο κέφι της γιορτής που γεννά την ευφροσύνη». Οι σάτιρές του, έντονες κάποτε και τραχιές, όπως π.χ. η εναντίον του Αρτέμωνα, δεν είναι αντιπροσωπευτικά του δημιουργήματα.
Ο Α. συνεχίζει την αιολική ποιητική παράδοση του Αλκαίου και της Σαπφούς με διαφορετικά όμως μέτρα. Χρησιμοποιεί το γλυκώνειο μέτρο, που το συνδυάζει κατά ποικίλους τρόπους με το φερεκράτειο, ή στίχους χοριαμβικούς και συχνά ιωνικούς με ποικίλες μορφές (ανακλαστικούς, καταληκτικούς, ακατάληκτους). Σε αυτούς, η φλόγα των αιολικών μελών μετριάζεται και γίνεται ήρεμη ιωνική χάρη. Η ποίησή του, χωρίς ηθικό προβληματισμό, δεν ξεπέφτει ποτέ στη χυδαιότητα ή στην ελαφρότητα. Η απαράμιλλη τέχνη του προσέλκυσε πολλούς μιμητές, δεν βρήκε όμως αντάξιο συνεχιστή.
Εσφαλμένα τού αποδίδονται τα λεγόμενα Ανακρεόντεια,62 μικρά ποιήματα που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1554 στη Γαλλία. Πρόκειται για χαριτωμένες απομιμήσεις των ποιημάτων του Α., γραμμένες σε διάφορες εποχές, που μεταφράστηκαν στα γαλλικά από τον Ρεμί Μπελό, το 1556, και βρήκαν πολλούς μιμητές στη Γαλλία και στην Ιταλία, τον 16o και 17o αι.
Ανακρεόντεια ονόμαζαν επίσης ορισμένα βακχικά, ερωτικά ποιήματα σε σύντομα μέτρα, κατά απομίμηση του ψευδο-Ανακρέοντα. Το είδος αυτό χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Γάλλος ποιητής Ρονσάρ και έπειτα o Ιταλός Κιαμπρέρα. Στη νεότερη Ελλάδα θιασώτης της σχολής αυτής υπήρξε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, που οι σύγχρονοί του ονόμαζαν νέο Ανακρέοντα.
Προτομή του Ανακρέοντα, η ποίηση του οποίου ανήκει στην περίοδο του ώριμου αρχαϊκού λυρισμού (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι· φωτ. Sef).
Dictionary of Greek. 2013.